πανήλιος

πανήλιος
πᾰν-ήλιος, ον,
A quite sunny, Ael.Fr.67.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανήλιος — quite sunny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανήλιος — ον, Α 1. προσήλιος, ηλιόλουστος 2. (για ημέρα) αίθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἥλιος (πρβλ. ευ ήλιος)] …   Dictionary of Greek

  • πανηλίου — πανήλιος quite sunny masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηλίῳ — πανήλιος quite sunny masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”